- καταγορασμος
- καταγορασμόςκατ-ᾰγορασμόςὅ закупка
(σίτου Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σίτου Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταγορασμός — καταγορασμός, ὁ (Α) [καταγοράζω] η χονδρική αγορά ενός πράγματος («ἐξαπέστειλε ναῡς φορτίδας καὶ χρήματα πρὸς τὸν τοῡ σίτου καταγορασμόν», Διόδ.) … Dictionary of Greek
καταγορασμόν — καταγορασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγόραξις — καταγόραξις, ἡ (Α) [καταγοράζω] ο καταγορασμός* … Dictionary of Greek